δευτερογενής

δευτερογενής
(AM δευτερογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε, έγινε ή γίνεται δεύτερος, μετά από κάποιον άλλο
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται ως επακόλουθο κάποιου άλλου («δευτερογενή νοσήματα»)
2. «δευτερογενή φαινόμενα ή συμπτώματα» — αυτά τα οποία παρουσιάζονται όταν περάσει πλέον η οξεία μορφή μιας νόσου
3. «δευτερογενής αιώνας» — αυτός που ακολούθησε τον πρωτογενή αιώνα και αντιστοιχεί προς τον μεσοζωικό
4. «δευτερογενή στρώματα» — όσα σχηματίστηκαν κατά τον δευτερογενή, μεσοζωικό αιώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δευτερογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που προκύπτει ως συνέπεια κάποιου άλλου, που γίνεται αργότερα απ’ αυτόν: Οι καθημερινοί καυγάδες ήταν δευτερογενής αιτία του διαζυγίου τους, μετά τη μοιχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δευτερογενής εκπομπή — Εκπομπή ηλεκτρονίων από μια μεταλλική επιφάνεια, η οποία έχει βομβαρδιστεί με ηλεκτρόνια που κινούνται με αρκετά υψηλές ταχύτητες. Η ολική ενέργεια ενός προσπίπτοντος ηλεκτρονίου είναι συνήθως αρκετή για να προκαλέσει την εκπομπή αρκετών… …   Dictionary of Greek

  • δευτερογενής κοσμική ακτινοβολία — Τα παράγωγα της πρωτογενούς κοσμικής ακτινοβολίας (βροχή σωματιδίων υψηλής ενέργειας από το Διάστημα πάνω στη Γη) μετά τις αλληλεπιδράσεις της με τα μόρια της ατμόσφαιρας. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή ελαφρότερων… …   Dictionary of Greek

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • αλβίτης — Ορυκτό με ανοιχτό χρώμα, που ορίζεται χημικά ως πυριτικό άλας του αργιλίου και νατρίου· ο χημικός του τύπος είναι NaAl Si3O8. Αποτελεί τον πιο όξινο τύπο και συνεπώς το πιο πλούσιο σε πυρίτιο ορυκτό της σειράς των πλαγιοκλάστων (που είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”